Κανονιστικό Πλαίσιο Υλικών Συσκευασίας

Τριαντάφυλλος Μουλλάς, Δρ. Ελισάβετ Γεωργιάδου, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών, Πάτρα
Περίληψη
Η μεγάλη ανάπτυξη στον τομέα της συσκευασίας αλλά και στον τομέα της τεχνολογίας υλικών οδήγησε στη δημιουργία νόμων και κανόνων τα οποία διέπουν την κατασκευή, τη διακίνηση και την ανακύκλωση των συσκευασιών. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια στο κανονιστικό πλαίσιο για τις συσκευασίες τροφίμων που αποτελεί έναν ευαίσθητο τομέα, καθώς μπορεί να επηρεάσει άμεσα την υγεία του καταναλωτικού κοινού εάν δεν τηρούνται νόμοι και κανόνες τόσο για τα υλικά που χρησιμοποιούνται, πρωτογενή ή ανακυκλωμένα, όσο και για τις διαδικασίες παραγωγής των συσκευασιών. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται οι υπάρχοντες κανονισμοί για τον τομέα της συσκευασίας.
1. Γενική νομοθεσία για τα Υλικά Συσκευασίας
Η νομοθεσία και το κανονιστικό πλαίσιο για τα υλικά συσκευασιών τα οποία δεν έρχονται σε άμεση επαφή με τρόφιμα δεν έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό. Τα πιο σημαντικά ζητήματα αφορούν στη διακίνηση ξύλινων συσκευασιών και στην ανακύκλωση των πλαστικών. Ένας βασικός κανονισμός για τις ξύλινες συσκευασίες είναι ο International Standards for Phytosanitary Measures (ISPM) No.15 ο οποίος θεσπίστηκε από τη Διεθνή Σύμβαση Προστασίας Φυτών (International Plant Protection Convention, IPPC). Το πρότυπο αυτό αφορά στην εισαγωγή φυτών και παράγωγων των φυτών που εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την απαγόρευση εισαγωγής συγκεκριμένων παρασίτων/ζιζανίων ή και συγκεκριμένων φυτών. Επιπλέον, περιγράφει απαιτήσεις επεξεργασίας ξύλου και σήμανσης για ξύλινες συσκευασίες που περιλαμβάνουν κάσες, κουτιά, βαρέλια, παλέτες, καρούλια κ.ά.
Στα ξύλινα υλικά συσκευασίας δε συμπεριλαμβάνονται τα ξύλα με πάχος μικρότερο από 6 mm, τα κόντρα πλακέ, οι μοριοσανίδες, οι καπλαμάδες και γενικότερα τα υλικά που δημιουργήθηκαν με κόλλα, με πίεση ή θέρμανση ή και τα δύο, από πριονίδια κ.ά. Τα ξύλα θα πρέπει να είναι καθαρά από φλοιούς δέντρων εκτός αν πρόκειται για μεμονωμένα σημεία με πλάτος μικρότερο των 3 εκατοστών ή στην περίπτωση που το πλάτος των σημείων ξεπερνάει τα 3 εκατοστά η συνολική επιφάνεια δεν ξεπερνάει τα 50 cm2. Ακόμα οι ξύλινες συσκευασίες πρέπει να έχουν δεχτεί θερμική επεξεργασία (HT) με οποιοδήποτε τρόπο που συμφωνεί με τις προδιαγραφές της θερμικής επεξεργασίας. Επιπλέον, θα πρέπει να έχουν δεχτεί απολύμανση με βρωμιούχο μεθύλιο (MB), ή με άλλες μεθόδους που συμπεριλαμβάνονται στις οδηγίες από το IPPC σαν εναλλακτικές, καθώς το βρωμιούχο μεθύλιο θεωρείται ότι επιβαρύνει το όζον. Σημαντικό ρόλο παίζει και η σήμανση που προτείνεται στο ISPM-15 η οποία παρουσιάζεται στην Εικόνα 1.
Εικόνα 1. Σήμανση ξύλινων συσκευασιών (πηγή: CBI, 2013)
Στη σήμανση αυτή στο πεδίο ΧΧ συμπληρώνεται το όνομα της χώρας με δύο χαρακτήρες που αντιστοιχούν στο ISO των κωδικών των χωρών. Στο πεδίο 000 συμπληρώνεται ο μοναδικός κωδικός ο οποίος αντιστοιχεί στον κατασκευαστή της ξύλινης συσκευασίας και έχει δοθεί από τον Διεθνή Οργανισμό Προστασίας των Φυτών (National Plant Protection Organization, NPPO). Τέλος, στο πεδίο ΥΥ αναφέρεται ο τρόπος επεξεργασίας: ΗΤ (θερμική επεξεργασία) ή ΜΒ (επεξεργασία με βρωμιούχο μεθύλιο). Η μη ύπαρξη της ειδικής σήμανσης αποτελεί σοβαρό λόγο για την επιστροφή των εμπορευμάτων στη χώρα προέλευσής τους ή ακόμα και για την καταστροφή τους (CBI, 2013).
Η ανακύκλωση πλαστικών είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα το οποίο απασχόλησε από πολύ νωρίς τους περιβαλλοντολόγους, το καταναλωτικό κοινό αλλά και τη βιομηχανία, καθώς τα πλαστικά λόγω της φύσης τους διασπώνται πολύ δύσκολα στο περιβάλλον. Επιπλέον, επειδή τα διάφορα είδη πλαστικών έχουν διαφορετική χημική δομή και παρουσιάζουν διαφορετικές ιδιότητες ανακυκλώνονται χωριστά. Όλες οι πλαστικές φιάλες φέρουν έναν ανάγλυφο αριθμό (Εικόνα 2) ο οποίος αντιστοιχεί στο υλικό που είναι κατασκευασμένη η κάθε φιάλη ώστε να διευκολύνεται η διαδικασία διαχωρισμού των υλικών πριν την ανακύκλωση. Η αρίθμηση αυτή θεσπίστηκε το 1988 από την Εταιρία της Βιομηχανίας Πλαστικών (Society of the Plastics Industry).
Εικόνα 2. Αρίθμηση Πλαστικών φιαλών και περιεκτών (πηγή: WEIMPACT, 2011)
Έτσι, με τον αριθμό 1 χαρακτηρίζονται οι πλαστικοί περιέκτες που παρασκευάζονται από PET οι οποίοι είναι επιρρεπείς στην απορρόφηση οσμών και γεύσεων από τα προϊόντα που περιέχουν. Ανακυκλώνονται σε μεγάλο βαθμό και το ανακυκλωμένο υλικό χρησιμοποιείται για κατασκευή χαλιών, τσαντών κ.ά. Με τον κωδικό 2 χαρακτηρίζονται τα πλαστικά από HDPE. Το HDPE ανήκει στα ασφαλή πλαστικά καθώς δεν μεταφέρονται ουσίες από το πλαστικό στο περιεχόμενο προϊόν και οι περιέκτες από HDPE χρησιμοποιούνταν για να συσκευάζουν γάλα, αναψυκτικά, έλαια. Ανακυκλώνονται σε μεγάλο βαθμό και από το ανακυκλωμένο υλικό φτιάχνονται καφάσια, πλαστικά χωρίσματα κ.ά. Με τον αριθμό 3 χαρακτηρίζεται το πολυβυνιλοχλωρίδιο (PVC) το οποίο είναι επικίνδυνο εάν έρθει σε επαφή με τρόφιμα. Το ανακυκλωμένο PVC χρησιμοποιείται για μουσαμάδες, πατώματα κ.ά. Με 4 κωδικοποιείται το χαμηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο (LDPE), το οποίο ανακυκλώνεται μόνο σε ορισμένες περιοχές. Παρότι είναι ένα υγιεινό σχετικά πλαστικό που χρησιμοποιείται σε συσκευασίες τροφίμων, το ανακυκλωμένο LDPE χρησιμοποιείται για κάδους σκουπιδιών, έπιπλα κ.ά. Το πολυπροπυλένιο (PP) χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 5. Είναι ένα σκληρό πλαστικό, ανθεκτικό στη θερμοκρασία. Σε πολλές περιοχές δεν ανακυκλώνεται, άλλα όταν ανακυκλωθεί χρησιμοποιείται για την κατασκευή καλωδίων μπαταρίας κ.ά. Με τον αριθμό 6 κωδικοποιείται το πολυστυρένιο (PS) που χρησιμοποιείται για την κατασκευή αφρωδών πλαστικών στον τομέα της συσκευασίας και για συσκευασία τροφίμων έτοιμου φαγητού. Μετά την ανακύκλωσή του χρησιμοποιείται κυρίως για μονώσεις. Με τον αριθμό 7 κωδικοποιούνται όλα τα υπόλοιπα πλαστικά, στα οποία ανήκουν επικίνδυνα πλαστικά αλλά και μη βλαβερά βιοδιασπώμενα. Τα πλαστικά αυτής της κατηγορίας δεν ανακυκλώνονται εύκολα (Tooley, n.d.).
2. Νόμοι και Κανόνες για τη Συσκευασία Τροφίμων
Σε αυτό το υποκεφάλαιο θα παρουσιαστούν οι νόμοι, οι κανόνες και τα πρότυπα που διέπουν την συσκευασία τροφίμων η οποία αποτελεί έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα αφού έχει άμεσο αντίκτυπο στην υγεία των καταναλωτών. Πρώτα θα παρουσιαστεί το παγκόσμιο πλαίσιο και στη συνέχεια το ευρωπαϊκό και το εθνικό.
Σε παγκόσμιο επίπεδο
Δύο είναι οι οργανισμοί που εξέδωσαν πρότυπα που αφορούν στην ασφάλεια στον τομέα τροφίμων η Codex και η ISO. Η CODEX είναι διεθνώς αναγνωρισμένο σώμα για την προτυποποίηση τροφίμων και προέκυψε από την συνεργασία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Food and Agriculture Organization) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (World Health Organization). Η Codex εκδίδει διεθνή πρότυπα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις διάφορες χώρες ώστε να δημιουργήσουν εθνικούς νόμους και κανόνες. Το σύστημα Ανάλυσης Κινδύνων και Κρίσιμα Σημεία Ελέγχου (Hazard Analysis and Critical Control Points, HACCP) της Codex και οι οδηγίες που εκδόθηκαν σε σχέση με αυτό αποτελούν το πραγματικό αναγνωρισμένο HACCP πρότυπο παγκοσμίως. Η αρχή του HACCP στηρίζεται στο ότι είναι δύσκολο να γίνεται επιθεώρηση ασφάλειας στο τελικό προϊόν αλλά η ασφάλεια τροφίμων θα πρέπει να είναι μια διαδικασία ενσωματωμένη στην αλυσίδα παραγωγής, εντοπίζοντας τους κινδύνους και προλαμβάνοντάς τους με συνεχή παρακολούθηση της διαδικασίας παραγωγής. Η εφαρμογή του συστήματος HACCP είναι πλέον νομική υποχρέωση όλων των επιχειρήσεων που παρασκευάζουν, μεταποιούν, παράγουν, συσκευάζουν, αποθηκεύουν, μεταφέρουν, διανέμουν, διακινούν και προσφέρουν προς πώληση τρόφιμα βάσει των Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης 178/2002 και 852/2004 (http://www.e-haccp.org). Η σειρά προτύπων ISO 22000 που αφορά στη διαχείριση της ασφάλειας τροφίμων ενσωματώνει το HACCP της Codex ώστε να γίνει πιο εύκολη η εφαρμογή του παγκοσμίως ανεξάρτητα από τους εθνικούς κανόνες και τα διατροφικά προϊόντα.
Η οικογένεια προτύπων ISO22000 αποτελείται από μια σειρά προτύπων που παρουσιάστηκαν το 2005 και αναπτύχθηκε από ειδικούς της βιομηχανίας τροφίμων, του εμπορίου και υπηρεσιών τροφίμων, καθώς και από άλλους οργανισμούς ασφάλειας τροφίμων σε συνεργασία με τη Codex Alimentarius Commission (CAC). Τα πρότυπα αυτά καθορίζουν τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται ώστε μια επιχείρηση να μπορεί να παρέχει προϊόντα διατροφής ασφαλή για τον καταναλωτή. Τα επιμέρους πρότυπα του ISO22000 είναι (standards.org, n.d.):
ISO 22000:2005: Περιλαμβάνει τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τη διαχείριση της ασφάλειας των τροφίμων.
ISO / TS 22004:2005: Ορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του ISO 22000.
ISO 22005:2007: Επικεντρώνεται στην ιχνηλασιμότητα στην αλυσίδα ζωοτροφών και τροφίμων.
ISO / TS 22002-1:2009: Περιλαμβάνει ειδικές προϋποθέσεις για την παρασκευή τροφίμων.
ISO / TS 22002-3:2011: Ορίζει ειδικές προϋποθέσεις για τη γεωργία και το
ISO / TS 22003:2007: Παρέχει οδηγίες για τον έλεγχο και την πιστοποίηση φορέων.
Η μόλυνση διατροφικών προϊόντων αποτελεί σοβαρή απειλή για την ανθρώπινη υγεία. Η μετάδοση της σαλμονέλας καθώς και της λιστέριας αποτελούν συχνό φαινόμενο μολυσματικών ασθενειών όταν δε λαμβάνονται τα σωστά μέτρα. Τα πρότυπα που περιλαμβάνονται στην οικογένεια ISO22000, σε αντίθεση με άλλα, είναι αρκετά ευέλικτα και δεν εφαρμόζουν σε όλα τα τμήματα της παραγωγικής διατροφικής αλυσίδας τους ίδιους κανόνες και τις ίδιες διαδικασίες, αλλά επιτρέπουν το κάθε τμήμα να εφαρμόζει τους τοπικούς κανόνες, παράλληλα με τους διεθνείς κανονισμούς εξαγωγών, ικανοποιώντας ταυτόχρονα τις απαιτήσεις των πελατών. Τα τμήματα της παραγωγικής διατροφικής αλυσίδας αποτελούνται από τους παραγωγούς των πρώτων υλών, τους μεταποιητές των διατροφικών προϊόντων, τους συσκευαστές, τους μεταφορείς και τους διαχειριστές συστημάτων αποθήκευσης. Τα επιμέρους πρότυπα που ανήκουν στο ISO22000 μπορούν να έχουν εφαρμογή σε όλα αυτά τα τμήματα. Τα βασικά στοιχεία των προτύπων είναι η Διαδραστική Επικοινωνία (Interactive Communication), η οποία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, αφού επιτρέπει τον εντοπισμό σοβαρών κινδύνων και την αντιμετώπισή τους, καθώς και τη διάχυση πληροφοριών ανάμεσα στα τμήματα της αλυσίδας. Άλλα βασικά στοιχεία αποτελούν το σύστημα διαχείρισης (System Management) και ο έλεγχος κινδύνων (Hazard Control) με τα οποία γίνεται ανάλυση των κινδύνων και αναπτύσσονται στρατηγικές για την αντιμετώπισή τους (Foergemand, 2008).
Οι εταιρίες που θέλουν να υιοθετήσουν αυτή τη σειρά προτύπων θα πρέπει πρώτα να δημιουργήσουν μια σταθερή πολιτική για τον ρόλο της εταιρίας στη διατροφική αλυσίδα και να θέσουν μετρήσιμους στόχους. Στη συνέχεια θα πρέπει να ορίσουν το σύστημα ασφαλούς διαχείρισης που θα χρησιμοποιήσουν και να μοιράσουν υπευθυνότητες ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη, αλλά και να παρέχουν τα κατάλληλα μέσα για τη δημιουργία, τη διατήρηση και τη βελτίωση του συστήματος ασφαλούς διαχείρισης. Συνεχείς εσωτερικοί έλεγχοι θα πρέπει να λαμβάνουν χώρα ώστε να ελέγχεται η καλή λειτουργία του συστήματος αλλά και να επιτυγχάνεται η συνεχής βελτίωσή του (standards.org, n.d.).
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο
Ο βασικός κανονισμός για τα υλικά συσκευασίας που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα είναι ο 1935/2004. Ο κανονισμός αυτός ορίζει ότι τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα πρέπει να είναι αδρανή, να μη μεταφέρουν δηλαδή ουσίες από αυτά στα τρόφιμα οι οποίες μπορεί να είναι επικίνδυνες για τον ανθρώπινο οργανισμό. Από τα υλικά αυτά εξαιρούνται τα ενεργά υλικά που χρησιμοποιούνται για να ειδοποιούν τον καταναλωτή για αλλοιώσεις, είτε για να προλαμβάνουν και να αντιμετωπίζουν τυχόν αλλοιώσεις. Ακόμα, ο κανονισμός αναφέρει ότι οι επισημάνσεις στις συσκευασίες βοηθούν τον καταναλωτή να χρησιμοποιεί σωστά τα υλικά. Επειδή ο τομέας των τροφίμων είναι ευαίσθητος, ο κανονισμός 1935/2004 ορίζει πως πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα ιχνηλασιμότητας (traceability). Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κάποια ακαταλληλότητα στο υλικό συσκευασίας μέσω της ιχνηλασιμότητας, εντοπίζεται άμεσα η πηγή του προβλήματος καθώς και τα σημεία διάθεσης και διακίνησης των ακατάλληλων υλικών, με στόχο την ανάκληση των προϊόντων ή την ενημέρωση, ανάλογα με την περίσταση. Για τον εντοπισμό αποκλίσεων από τον κανονισμό περί καταλληλότητας υλικών συσκευασίας είναι απαραίτητη η διενέργεια εντατικών ελέγχων. Πέρα από τα ήδη εγκεκριμένα υλικά και ουσίες για τις συσκευασίες τροφίμων, μέσα στον κανονισμό ορίζονται με άρθρα οι διαδικασίες για αίτηση και έγκριση χορήγησης άδειας καταλληλότητας για νέα υλικά και ουσίες. Επιπλέον θα πρέπει οι άμεσα εμπλεκόμενοι να παρέχουν δήλωση συμμόρφωσης με αυτήν την οδηγία, αλλά και να διατηρούν αρχεία και δείγματα ώστε να μπορούν να αποδείξουν τη συμμόρφωση προς την οδηγία όποτε τους ζητηθεί μέσω ελέγχου (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2004).
Έτσι, για παράδειγμα οι συσκευασίες από χαρτί ή χαρτόνι πρέπει να ακολουθούν τον κανονισμό 1935/2004 της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν πρόκειται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα. Ακόμη θα πρέπει να ακολουθείται ο κανονισμός CEPI SEP 2010 ο οποίος περιλαμβάνει οδηγίες Σωστής Πρακτικής κατά την Παραγωγή (Good Manufacturing Guide). Οι χρησιμοποιούμενες μελάνες για το χαρτί, τα βερνίκια, τα πρόσθετα και οι συγκολλητικές ουσίες θα πρέπει να συμμορφώνονται με την οδηγία 2023/2006, ώστε η πιθανότητα μεταφοράς βλαβερών ουσιών στα τρόφιμα να είναι στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Όταν το χαρτί είναι μέρος πολυστρωματικής συσκευασίας διακρίνονται δύο περιπτώσεις: όλα τα άλλα στρώματα να είναι μη πλαστικά ή τουλάχιστον ένα από τα άλλα στρώματα να είναι πλαστικό. Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση με τους κανονισμούς 1935/2004 και 2023/2006, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται συμμόρφωση και με τη οδηγία 10/2011 (γίνεται αναφορά στην επόμενη παράγραφο). Όταν το χαρτί δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τρόφιμα δεν είναι αναγκαίο να ακολουθείται η οδηγία 1935/2004 (Industry guideline 2012).
Η οδηγία EU 10/2011 αναφέρεται στα πλαστικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα και με τη δημοσίευσή της καταργεί την οδηγία 2002/72/EC που αφορά πλαστικά τα οποία πρόκειται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα, καθώς και την οδηγία για τη παρουσία και μετανάστευση του βινυλοχλωριδίου από και προς τα υλικά που προορίζονται για επαφή με τρόφιμα. Στοχεύει στα πλαστικά μονοστρωματικά αλλά και πολυστρωματικά υλικά τα οποία περιέχουν συγκολλητικές ουσίες, και στις πλαστικές επικαλύψεις που λειτουργούν σαν τσιμούχες στα καπάκια. Η οδηγία αυτή επιβάλλει εκτενέστερους ελέγχους για τη μετανάστευση ουσιών από τις πλαστικές συσκευασίες στα τρόφιμα με πιο αυστηρά κριτήρια και όρια καταλληλότητας. Τα περισσότερα τεστ που περιλαμβάνονται στην οδηγία αυτή είναι επαναλαμβανόμενα με συγκεκριμένη διάρκεια και με συγκεκριμένες συνθήκες θερμοκρασίας (Eur- lex, 2014, Grosemans, Thomis, 2012).
Το 2014, με τον κανονισμό 202/2014, τροποποιείται η οδηγία 10/2011 για τα πλαστικά που πρόκειται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα. Στον κανονισμό περιλαμβάνεται μία λίστα με ουσίες/στοιχεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούνται για την κατασκευή πλαστικών. Στη λίστα συμπεριλαμβάνονται και δύο νέες ουσίες/στοιχεία: η 4- hydroxyphenyl και η isocyanatomethyl, οι οποίες πήραν την έγκριση από την επιστημονική κοινότητα και έτσι προστέθηκαν στη λίστα με τις ουσίες που μπορούν να έρθουν σε επαφή με τα τρόφιμα. Επιπλέον, στον κανονισμό ορίζεται ότι η 1,3-benzenedimethanamine καθώς και η 1,3 – bis (isocyanatomethyl) benzene από την οποία η πρώτη προκύπτει με υδρόλυση και βρίσκονταν στη λίστα των εγκεκριμένων ουσιών θα πρέπει να περιοριστούν επειδή διαπιστώθηκαν φαινόμενα μετανάστευσης. Επιπλέον, η dicyanodiamide εγκρίθηκε σαν ουσία χωρίς όριο για το φαινόμενο μετανάστευσης. Προκειμένου να μην δημιουργηθεί πρόβλημα ο κανονισμός 202/2014 επιτρέπει τη διάθεση στην αγορά πλαστικών που υπακούουν στην οδηγία 10/2011 έως 24/3/2015 και την παραμονή τους σε αυτήν μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων (Eur- lex, 2014).
Για τα πλαστικά που προέρχονται από ανακύκλωση και θα αποτελέσουν το υλικό για την παραγωγή συσκευασιών τροφίμων υπάρχει ο κανονισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αριθ. 282/2008 (27-3-2008). Μία σειρά από άρθρα, κανονισμούς και οδηγίες πρέπει να ακολουθούνται προκειμένου οι συσκευασίες να πληρούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας για επαφή με τρόφιμα. Έτσι ρετάλια υλικού που προκύπτουν κατά τη διάρκεια των περατώσεων των πλαστικών συσκευασιών τροφίμων τα οποία είναι καθαρά από επιμολύνσεις λιώνονται για να χρησιμοποιηθούν εκ νέου στη δημιουργία πλαστικών συσκευασιών. Πλαστικά που προέρχονται από ανακύκλωση μέσω σωστών διαδικασιών και συστημάτων διασφάλισης ποιότητας είναι κατάλληλα για επαναχρησιμοποίηση. Πλαστικά τελάρα και παλέτες που χρησιμοποιούνται αποδεδειγμένα για μεταφορά φρούτων και λαχανικών θεωρούνται ασφαλή για τη δημόσια υγεία. Κάποια ανακυκλωμένα πλαστικά ενδέχεται να μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για συγκεκριμένα είδη τροφίμων. Τα πλαστικά αυτά μπορούν να εντοπιστούν μετά από ασφαλείς αξιολογήσεις. Ακόμη, στον κανονισμό ορίζονται όχι μόνο οι κατάλληλες εγκαταστάσεις για ανακύκλωση και η ορθή διαδικασία ανακύκλωσης πλαστικών αλλά και η σωστή, μη παραπλανητική πληροφόρηση προς τους καταναλωτές, για την περιεκτικότητα του ποσοστού ανακυκλωμένου πλαστικού που περιέχεται στη συσκευασία κ.ά. (EUR-lex, 2008).
Σε εθνικό επίπεδο
Στην Ελλάδα την εφαρμογή του 1935/2004 μαζί με τις σχετικές αρμοδιότητες έχει αναλάβει το Γενικό Χημείο του Κράτους (Γ.Χ.Κ.) το οποίο διαθέτει εργαστήρια δοκιμών για τα υλικά και τα αντικείμενα που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα ενώ η Διεύθυνση Τροφίμων που ανήκει στο Γ.Χ.Κ είναι υπεύθυνη για τις νέες ουσίες που περιλαμβάνονται στις συσκευασίες, για τις διαδικασίες ανακύκλωσης πλαστικών που πρόκειται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα, και για την ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Αρχής (Λαμπή, n.d.)
3. Νομικό Πλαίσιο για τη Νανοτεχνολογία
Η εφαρμογή της νανοτεχνολογίας τα τελευταία χρόνια στη συσκευασία τροφίμων δημιούργησε την ανάγκη για τη θέσπιση νομικού πλαισίου που να τη διέπει. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο Οργανισμός Διοίκησης Τροφίμων και Φαρμάκων (Food Drag Administration, FDA) έχει ξεκινήσει ένα επιστημονικό πρόγραμμα για τη δημιουργία κανονισμών που αφορούν τη νανοτεχνολογία, συγκεντρώνοντας το απαραίτητο υλικό και αναπτύσσοντας τα απαραίτητα εργαλεία ώστε να μπορεί να αξιολογήσει με ασφάλεια τις επιδράσεις που μπορεί να έχει στα τρόφιμα. Θεωρεί ότι τα προϊόντα νανοτεχνολογίας μπορούν να συμπεριληφθούν στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και ελέγχει χωριστά το κάθε προϊόν χωρίς να γενικεύει τα αποτελέσματα για όλα. Έτσι έχει προχωρήσει στη έκδοση δύο πρόχειρων οδηγιών: έναν για τον τομέα τροφίμων και έναν για τον τομέα των καλλυντικών. Η οδηγία που αφορά στον τομέα τροφίμων ορίζει ότι σε οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή κατά τη διαδικασία βιομηχανικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης της νανοτεχνολογίας, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στο αν μεταβάλλεται η ασφάλεια της τροφικής ουσίας, αν αλλάζει η ταυτότητά της καθώς και αν επηρεάζει τη νομοθεσία περί τροφικών ουσιών (FDA, 2012).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση από την άλλη επικεντρώνεται στον ορισμό με επιστημονική βάση της νανοτεχνολογίας. Έτσι το 2011 δημοσιοποίησε έναν ορισμό για τα νανοσωματίδια είτε φυσικά είτε κατασκευασμένα με τεχνητούς τρόπους ο οποίος θα συμπεριλαμβάνονταν στην υπάρχουσα νομοθεσία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, προσάρμοσε αρκετές νομοθεσίες με αναφορές στα νανοσωματίδια, όπως για παράδειγμα ο κανονισμός 10/2011 για τα πλαστικά που εξαιρεί τα υλικά σε νανομέγεθος σε σχέση με τα αντίστοιχα υλικά που δεν είναι σε νανομέγεθος ως προς τις εκκαθαρίσεις που πρέπει να γίνονται, οπότε θα πρέπει να οριστούν νέες εκκαθαρίσεις για τα υλικά που είναι σε νανομέγεθη (Clark, Baughan, 2012).
Σε εθνικό επίπεδο δεν υπάρχει σχετική νομοθεσία που να αφορά τη χρήση νανοτεχνολογίας στις συσκευασίες τροφίμων. Η Ελλάδα σαν κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακολουθεί τις σχετικές οδηγίες που εκδίδει η ΕΕ.
4. Ανακύκλωση Συσκευασιών
Στη συνέχεια παρατίθεται το νομικό πλαίσιο που αφορά στην ανακύκλωση των συσκευασιών, στη μείωση των απορριμμάτων συσκευασίας καθώς και στην επαναχρησιμοποίηση των συσκευασιών σε παγκόσμιο, σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο.
Σε παγκόσμιο επίπεδο
Σε παγκόσμιο επίπεδο το νομικό πλαίσιο καλύπτεται από τα πρότυπα της σειράς ISO 18600 και από το Global Protocol Packaging Sustainability 2 (GPPS2).
ISO 18600
Το 2009, ο Διεθνής Οργανισμός Προτυποποίησης (International Organization for Standardization, ISO) ξεκίνησε εργασίες σχετικά με τις βιώσιμες συσκευασίες και τους κανονισμούς σήμανσης και διαχείρισης των απορριμμάτων συσκευασιών με σκοπό την έκδοση προτύπων ώστε να υπάρξει ένα κοινό πλαίσιο για τους προμηθευτές-διακινητές, τους συσκευαστές και τη βιομηχανία όσον αφορά στη μείωση των επιπτώσεων της συσκευασίας στο περιβάλλον. Η σειρά αυτή των προτύπων παρότι είναι εθελοντική, δηλαδή μπορεί να την ακολουθήσει όποιος επιθυμεί, προσβλέπει σε μια παγκόσμια εναρμόνιση σε αυτά τα θέματα. Επιπλέον, με τη χρήση αυτών των προτύπων μπορούν να καμφθούν τοπικοί νόμοι και κανόνες οι οποίοι μπορεί να δυσκολεύουν την είσοδο νέων προϊόντων στις τοπικές αγορές (montsecastillo, 2013). Έτσι, δημιουργήθηκε η σειρά ISO18600 και η έκδοση των έξι παρακάτω προτύπων (standards.org, n.d.):
ISO 18601:2013: Παραθέτει γενικές απαιτήσεις σχετικά με την χρήση των Προτύπων που αφορούν τη συσκευασία και το περιβάλλον.
ISO 18602:2013: Περιλαμβάνει την βελτιστοποίηση του συστήματος συσκευασίας, αλλά και τους περιορισμούς στα όρια των βαρέων μετάλλων.
ISO 18603:2013: Αφορά στην επαναχρησιμοποίηση συσκευασίας.
ISO 18604:2013: Περιλαμβάνει την ανάκτηση και ανακύκλωση των υλικών συσκευασίας.
ISO 18605:2013: Αφορά στην ανάκτηση ενέργειας από την ανακύκλωση συσκευασίας.
ISO 18606:2013: Αφορά στην οργανική ανακύκλωση των συσκευασιών.
Τα πρότυπα αυτά αφορούν τόσο τις οικιακές συσκευασίες όσο και τις βιομηχανικές. Παρότι λειτουργούν σε εθελοντική βάση, όσες εταιρίες θελήσουν να τα χρησιμοποιήσουν θα πρέπει να εναρμονιστούν πλήρως με τις απαιτήσεις που αναφέρονται σε αυτά. Το 18602 και το 18604 είναι τα πιο σχετικά με τη βιομηχανία της συσκευασίας. Το 18602 δίνει κατευθύνσεις ώστε να επαληθεύεται ότι η συσκευασία με τη λιγότερη δυνατή ποσότητα υλικού καλύπτει τις ελάχιστες δυνατές απαιτήσεις από πλευράς ασφάλειας, προστασίας αλλά και παρουσίασης του περιεχόμενου προϊόντος. Το 18604 περιέχει τις ουσίες και τα στοιχεία που μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα κατά τη συλλογή, διαλογή των υλικών συσκευασιών πριν τη διαδικασία της ανακύκλωσης με τις αντίστοιχες επιπτώσεις στην ποιότητα των ανακυκλωμένων υλικών (Montsecastillo, 2013).
Το Παγκόσμιο Πρωτόκολλο για την Αειφορία της Συσκευασίας (Global Protocol on Packaging Sustainability, GPPS) αποτελείται από δύο τμήματα: το πλαίσιο εργασιών που περιλαμβάνει πλαίσιο εργασιών και συστήματος μετρήσεων για τη βιομηχανία και το πρωτόκολλο που περιλαμβάνει μετρήσεις και δείκτες για την αειφορία της συσκευασίας. Σκοπός του GPPS είναι να ενεργοποιήσει τη βιομηχανία παραγωγής καταναλωτικών αγαθών και συσκευασιών ώστε να κάνουν καλύτερη αξιολόγηση στο θέμα της αειφορίας της συσκευασίας. Υπεύθυνο για τη διατήρηση του GPPS είναι το Φόρουμ Καταναλωτικών Αγαθών (Consumer Goods Forum, CGF) που αποτελείται από περίπου 650 βιομήχανους, εμπόρους, παρόχους υπηρεσιών και διάφορους άλλους ενδιαφερόμενους σε 70 χώρες. Το GPPS σχεδιάστηκε από τους εμπόρους και τους βιομήχανους στοχεύοντας κυρίως στους προμηθευτές υλικών συσκευασίας καθώς και στους κατασκευαστές συσκευασιών. Το GPPS δεν αντικαθιστά τα πρότυπα ISO αλλά πολλά χαρακτηριστικά του στηρίζονται σε αυτά (CGF, n.d. a).
Μέριμνα του GPPS είναι: α) το βάρος των συσκευασιών και ο ορισμός της ελάχιστης ποσότητας υλικού ώστε να ικανοποιούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις για μια σωστή συσκευασία, β) η αναλογία βάρους προϊόντος-συσκευασίας, γ) τα απορρίμματα συσκευασιών που καταλήγουν στις χωματερές και προκύπτουν από όλη τη διάρκεια ζωής των συσκευασιών από τη στιγμή της παραγωγής τους και μετά, δ) η αναλογία ανακυκλωμένου υλικού και πρωτογενούς υλικού που περιέχεται στη συσκευασία αλλά και η αναλογία ανανεωμένου υλικού προς το συνολικό υλικό που χρησιμοποιείται. Παράλληλα, παρέχει σύστημα μετρήσεων για την αξιολόγηση και τον περιορισμό επικίνδυνων ουσιών προς το περιβάλλον αλλά και για την μέτρηση του ποσοστού επαναχρησιμοποίησης των συσκευασιών καθώς και του ποσοστού ανάκτησης των υλικών συσκευασίας (CGF, 2011b).
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο
Στη δεκαετία του ’80 στην Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες ανακύκλωσης συσκευασιών οι οποίες αφορούσαν συγκεκριμένα τις φιάλες μπύρας. Για τις υπόλοιπες συσκευασίες δεν είχε ακόμα θεσπιστεί μια κοινή νομοθεσία. Έτσι, τα κράτη-μέλη εφάρμοζαν χωριστά τα δικά τους συστήματα ανακύκλωσης «τα οποία απειλήθηκαν με κατάρρευση όταν φτηνές ανακυκλωμένες ύλες από χώρες που είχαν χρηματοδοτούμενα συστήματα συλλογής και ανακύκλωσης συσκευασιών εμφανίστηκαν σε χώρες όπου η ανακύκλωση βασιζόταν μόνο στο κόστος ανάκτησης υλικών, χωρίς πρόσθετη χρηματοδότηση» (Ελληνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης, 2014).
Σταδιακά, ξεκίνησε η προσπάθεια εναρμόνισης των εθνικών συστημάτων και στις 20 Δεκεμβρίου 1994 στις Βρυξέλλες θεσπίστηκε η Οδηγία 94/62/ΕΚ, η οποία καθιέρωσε τις γενικές αρχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασιών. Σκοπός της οδηγίας 94/62/EC είναι η μείωση στο ελάχιστο των απορριμμάτων συσκευασιών ανεξαρτήτως επιπέδου χρήσης, δηλαδή ανεξάρτητα εάν πρόκειται για οικιακές συσκευασίες ή βιομηχανικές ή επαγγελματικές γενικότερα, είτε μέσω της επαναχρησιμοποίησής τους, είτε μέσω ανακύκλωσης των υλικών τους, είτε μέσω άλλων μορφών ανακύκλωσης.
Μεγάλη σημασία μέσα στην Οδηγία 94/62/ΕΚ δίνεται στα μέτρα που αφορούν στην πρόληψη της δημιουργίας απορριμμάτων συσκευασίας. Έτσι τα κράτη μέλη καλούνται να λάβουν μέτρα ώστε να προωθήσουν την ιδέα της πρόληψης μέσω εθνικών προγραμμάτων ή/και με την συμβολή οικονομικών παραγόντων. Ακόμη τα κράτη μέλη πρέπει να προωθούν και να ενθαρρύνουν την επαναχρησιμοποίηση των συσκευασιών. Η Οδηγία 94/62/EC έδινε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα εντός των οποίων τα κράτη μέλη έπρεπε να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους σχετικά με τα ποσοστά ανακύκλωσης των συσκευασιών. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα εξαιτίας του μεγάλου αριθμού νησιών, για την Ιρλανδία εξαιτίας των βουνών και των επαρχιακών περιοχών και για την Πορτογαλία εξαιτίας της χαμηλής κατανάλωσης συσκευασιών, η οδηγία ήταν πιο ελαστική δίνοντας μεγαλύτερα περιθώρια για την πλήρη εναρμόνισή τους και την επίτευξη των αντίστοιχων στόχων. Στην οδηγία ακόμη αναφέρεται πως πρέπει να παρέχονται από τα κράτη μέλη τα κατάλληλα συστήματα για την επιστροφή των συσκευασιών από τους χρήστες, τη συλλογή των απορριμμάτων συσκευασιών και την επαναχρησιμοποίηση ή ανακύκλωσή τους ανάλογα. Ακόμη στην οδηγία αυτή ορίζονται και οι μέγιστες συγκεντρώσεις σε βαρέα μέταλλα όπως ο μόλυβδος, το κάδμιο και ο υδράργυρος τα οποία μέχρι σήμερα θα πρέπει να είναι 100ppm ανά βάρος υλικού συσκευασίας (EUR-LEX, 1994).
Οι οδηγίες 2004/12/EC και 2005/20/EC είναι συμπληρωματικές στη 94/62/EC και εκδόθηκαν προκειμένου να δοθούν κάποιες διευκρινήσεις σχετικά με τον όρο συσκευασία καθώς και για να αλλάξουν κάποιοι στόχοι ως προς τα ποσοστά των απορριμμάτων συσκευασίας που θα πρέπει να ανακυκλώνονται αλλά για να δοθούν χρονοδιαγράμματα επίτευξης των στόχων στα νέα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EPA, 2007).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Προτυποποίησης (European Committee for Standardization, CEN) υπό τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (EC) ανέπτυξε μια σειρά προτύπων ώστε οι εταιρίες που τα χρησιμοποιούν να φαίνεται ότι είναι εναρμονισμένες με την κοινοτική οδηγία 94/62/ΕΚ. Τα πρότυπα αυτά είναι (www.cen.eu, Misco, 2013):
ΕΝ13427:2004: Αφορά στη συσκευασία και στις απαιτήσεις για τη χρήση των προτύπων στη συσκευασία και στα απορρίμματα συσκευασίας.
ΕΝ 13428:2004: Ασχολείται με τις απαιτήσεις που αφορούν την κατασκευή και σύνθεση της συσκευασίας καθώς και της πρόληψης κατασπατάλησης φυσικών πόρων.
ΕΝ 13429:2004: Αφορά την επαναχρησιμοποίηση της συσκευασίας
ΕΝ 13430:2004: Αφορά την ανάκτηση υλικών συσκευασίας μέσω της ανακύκλωσης τους.
ΕΝ 13431:2004: Αφορά την ανάκτηση ενέργειας από τις συσκευασίες.
ΕΝ 13432:2004: Αφορά την ανάκτηση συσκευασιών μέσω κομποστοποίησης και βιοδιάσπασης.
Σε Εθνικό επίπεδο
Ο νόμος 2939 του 2001 εκδόθηκε για τη θέσπιση μέτρων που αφορούν στη διαχείριση συσκευασιών, των απορριμμάτων τους αλλά και την επαναχρησιμοποίησή τους όπου είναι δυνατόν. Οι διατάξεις του νόμου αυτού εναρμονίζονται με την οδηγία 94/62/ΕΚ. Βασικός στόχος του ν. 2939/2001 είναι η μείωση των απορριμμάτων συσκευασιών αλλά και η πρόληψη άσκοπης δημιουργίας τους. Παράλληλος στόχος του νόμου είναι η υποστήριξη δημιουργίας συστημάτων επαναχρησιμοποίησης συσκευασιών και ανακύκλωσης των υλικών τους, με σκοπό τη μείωση των ρύπων που δημιουργούνται κατά τη συλλογή επεξεργασία τους σαν πρωτογενή υλικά . Ακόμα, σημαντικό στοιχείο του νόμου είναι ο καθορισμός χρονικών και ποσοτικών στόχων για τη μείωση των απορριμμάτων συσκευασίας αλλά και την αύξηση του όγκου των απορριμμάτων που ανακυκλώνονται. Παράλληλα, λαμβάνονται ειδικά μέτρα για τη σήμανση των συσκευασιών, για την ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού για τη διαχείριση των συσκευασιών αλλά και των προδιαγραφών και προτύπων που πρέπει να διέπουν τις συσκευασίες. Ο νόμος καθορίζει την ορολογία (τεχνική, οικονομική κ.λπ.) που αφορά στη συσκευασία, στη διαχείριση και στην ανακύκλωσή της. Επίσης, περιγράφει τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη διακίνηση των συσκευασιών στην αγορά. Βασικό μέλημα είναι ο μειωμένος όγκος και το βάρος σε ασφαλείς και αποδεκτές από τον καταναλωτή συσκευασίες. Ο σχεδιασμός και η κατασκευή των συσκευασιών θα πρέπει να επιτρέπει την επαναχρησιμοποίησή τους αλλά και την εύκολη ανακύκλωσή τους στο τέλος του κύκλου ζωής τους. Σημαντικό στοιχείο του νόμου είναι και οδηγίες για τις λιγότερες δυνατές επιπτώσεις από την απόρριψη των συσκευασιών στο περιβάλλον, οι οποίες ορίζουν τις προδιαγραφές που πρέπει να τηρούν οι βιοδιασπώμενες συσκευασίες αλλά και αυτές που μπορούν να υποβληθούν σε κομποστοποίηση αλλά και ανάκτηση ενέργειας με άλλη μορφή (π.χ. μέσω καύσης).
Επιπλέον, με τον νόμο 2939/2001 ιδρύεται ο Εθνικός Οργανισμός Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσκευασιών και Άλλων Προϊόντων (Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π.), ορίζονται οι δραστηριότητές του, οι περιοχές ευθύνης του και θέματα που αφορούν στη λειτουργία του. Ο Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π. μαζί με τον Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης (Ε.Λ.Ο.Τ) είναι οι Ελληνικές υπεύθυνες αρχές για την εφαρμογή των κοινοτικών προτύπων. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν, ο Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π. έχει τη δικαιοδοσία να δημιουργεί εθνικά πρότυπα για σχετικά με αυτόν ζητήματα. Ακόμα ο Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π. είναι υπεύθυνος για την έγκριση λειτουργίας συλλογικών ή ατομικών συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης, στα συστήματα που πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον ν. 2939/2001 αλλά και στην επιβολή κυρώσεων (ποινικές, διοικητικές κ.ά.) στους διαχειριστές συσκευασίας που παραβαίνουν τους όρους και τις προϋποθέσεις λειτουργίας τους (Εφημερίδα της Κυβέρνησης, Αρ. Φύλλου 179, 6 Αυγούστου 2001).
5. Συμπεράσματα
Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας υλικών στον τομέα της συσκευασίας δημιούργησε την ανάγκη για τη θέσπιση νομικού πλαισίου που να την διέπει και να εξασφαλίζει την ασφάλεια για το καταναλωτικό κοινό αλλά και να περιορίζει τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει ο τομέας της συσκευασίας στο περιβάλλον. Παγκόσμιες, ευρωπαϊκές αλλά και εθνικές οδηγίες, κανόνες και πρότυπα έχουν εκδοθεί και καλύπτουν τόσο τον σχεδιασμό, τη δημιουργία, τις περατώσεις των συσκευασιών και την ασφάλεια των τροφίμων κατά την επαφή με τη συσκευασία. Η διαχείριση απορριμμάτων συσκευασίας, η μείωση του βάρους των συσκευασιών, η χρησιμοποίηση ανακυκλωμένων υλικών συσκευασιών αλλά και η επαναχρησιμοποίηση συσκευασιών αποτελούν καίρια ζητήματα στην ανακύκλωση των συσκευασιών. Παράλληλα γίνονται προσπάθειες για την ενσωμάτωση των νανοϋλικών στη γενικότερη νομοθεσία που αφορά στη συσκευασία. Παρότι εντατικές εργασίες λαμβάνουν χώρα σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο για τη θέσπιση νομοθεσίας για τη χρήση της νανοτεχνολογίας στον τομέα της συσκευασίας για την επίτευξή της είναι απαραίτητη η πολύ καλή γνώση της νανοτεχνολογίας και των ορολογιών της. Το υπάρχον νομικό πλαίσιο θα πρέπει να επανεξετάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να καλύπτονται οι όποιες εξελίξεις στην τεχνολογία υλικών που αφορούν στις συσκευασίες αλλά και στην ανακύκλωσή τους.
Βιβλιογραφικές αναφορές
CBI, (2013), EU Legislation: Wood Packaging Materials used for Transport (Including Dunnage), CBI Market Information Database, Ανακτήθηκε Ιανουάριο, 2014, από http://www.cbi.eu/system/files/marketintel/2013_eu_legislation_wood_packaging_materials.pdf
Clarc, M.N., Bauhhan, J.S., (2012), NANOTECHNOLOGY REGULATION OF FOOD PACKAGING, Keller and Heckman LLP, Packaging Law, Ανακτήθηκε Μάρτιο, 2014, από http://www.packaginglaw.com/3378_.shtml
EPA, (2007), Recycling and Reuse: Packaging Material: European Union Directive , Ανακτήθηκε Μάρτιο, 2014 από http://www.epa.gov/oswer/international/factsheets/200610-packaging-directives.htm
EUR-LEX, (1994), Directive 94/62/EC , Ανακτήθηκε Μάρτιο, 2014 από http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX:31994L0062
EUR-lex, (2008), Commission Regulation (EC) No 282/2008, Ανακτήθηκε Ιανουάριο, 2014, από http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2008:086:0009:0018:EN:PDF
EUR-lex, (2014), COMMISSION REGULATION (EU) No 202/2014, ανακτήθηκε Μάιο 2014 από, http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2014:062:0013:0015:EN:PDF
FDA, (2012), Nanotechnology Factsheet, FDA Science and Research Special Topics, Ανακτήθηκε Μάρτιο, 2014 από http://www.fda.gov /ScienceResearch/SpecialTopics/Nanotechnology/ucm402230.htm
Foergemand, J., (2008), Making it safe to eat – the ISO 22000 series, ISO Focus, Ανακτήθηκε Ιανουάριο, 2014, από http://www.iso.org/iso/iso_focus_december_2008_pgs_19-22.pdf
Grosemans, S., Thomis, N. (2012), Food Contact Materials EU No. 10/2011 legislation, Ανακτήθηκε Ιανουάριο, 2014, INTERTEK Webinar, March 1st 2012, από http://www.intertek.com/events/2012/hes/eu-no-10-2011-for-plastic-food-contact-materials-webinar/slides/
Industry Guideline, (2012), Paper & Board Materials and Articles for Food Contact, Confederation of European Paper Industries, Ανακτήθηκε Μάιο, 2014 από http://www.citpa-europe.org/sites/default/files/Industry%20guideline-updated2012final.pdf
Misco, G., (2013), Global Regulatory Considerations for Green Packaging, FoodSafety Magazine April/May, Ανακτήθηκε Μάιο, 2014 από http://www.foodsafetymagazine.com/magazine-archive1/aprilmay-2013/global-regulatory-considerations-for-green-packaging/
Montsecastillo, (2013), New ISO 18600 series: standardization of packaging and its environmental impact, EcoPack, Ανακτήθηκε Μάρτιο, 2014 από http://montsecastillo.co