ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ - Η σπουδαιότητα της Ιστορικής γνώσης ως άρρηκτη συνέχεια της εξέλιξης (μέρος 2ο)
Βλάχος Γεώργιος – Θερινό εργαστήριο Γραφικών Τεχνών – Μουσείο Τυπογραφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ‐ Ιούλιος 2017
Α’ περίοδος: Χειρωνακτικές τεχνικές αναπαραγωγής εικόνας
Ο καλλιτέχνης – χαράκτης δεν μπορεί να αντιγράψει ότι βλέπει. Μπορεί να αποδώσει μόνο ότι του επιτρέπουν τα εργαλεία του και το εκφραστικό του μέσο. Η ελευθερία επιλογής του περιορίζεται από την τεχνική του και από τις (τονικές) δυνατότητες του εκφραστικού του μέσου. Η ποικιλία της πυκνότητας και του πάχους των γραμμών, που μπορούσαν να επιτευχθούν με τα εργαλεία της χαρακτικής στο ξύλο (ξυλογραφία) και στο μέταλλο (χαλκογραφία) ήταν η αρχική τεχνική. Όσο πιο λεπτές γραμμές μπορούσαν να επιτευχθούν τόσο πιο πολλοί τόνοι μπορούσαν να αναπαραχθούν.
Οι χαράκτες της εποχής ανέπτυξαν πάρα πολλές τεχνικές για την αναπαραγωγή τονικών διαβαθμίσεων. Η πιο κοντινή τους προσπάθεια ήταν μία εκδοχή της δημιουργίας διασταυρούμενων μαύρων γραμμών, αλλά για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος έπρεπε να αφαιρεθεί ένα κομμάτι λευκού σε σχήμα διαμαντιού από κάθε διασταύρωση, ώστε να γίνει φανερή η διασταύρωση των διαγώνιων μαύρων γραμμών.
Μια άλλη τεχνική που χρησιμοποίησαν οι χαράκτες ξυλογραφίας σε όρθιο ξύλο του 19ου αιώνα ήταν η κοπή παράλληλων λευκών γραμμών σε δύο κατευθύνσεις, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αφήνει μεγαλύτερα ή μικρότερα τετράγωνα στην επιφάνεια της ξύλινης πλάκας, τα οποία εκτυπώνονταν σαν μεγαλύτερες ή μικρότερες κουκκίδες.
Η δημιουργία διασταυρούμενων γραμμών ήταν η πλησιέστερη προσέγγιση σε μία τονική μέθοδο για τους δημιουργούς χαρακτικών, που έδινε την δυνατότητα της δημιουργίας οποιουδήποτε τόνου από αχνό γκρίζο στο σχεδόν απόλυτο μαύρο. Η τεχνική της χαλκογραφίας με στιγμές (Stipple engraving) έγινε επίσης βασική μέθοδος τροποποίησης του τόνου – με τη δημιουργία μικρότερων και αραιότερων κουκίδων για τις πιο ανοιχτόχρωμες περιοχές, μεγαλύτερες και σε πιο κοντινά διαστήματα όταν απαιτείται περισσότερο βάθος τόνου. Μ’ αυτό το απλό μέσο, προβλέποντας τις μικρότερες και μεγαλύτερες κουκκίδες οι οποίες δημιουργούν τις ημιτονικές εικόνες της ηλεκτρονικής επεξεργασίας του 20ου αιώνα, ο καλλιτέχνης‐χαράκτης μπορούσε να επιτύχει αρκετά γρήγορα τις πιο λεπτές διαβαθμίσεις στον τόνο.
B’ περίοδος: Φωτομηχανικές τεχνικές αναπαραγωγής εικόνας
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα όλες οι τεχνικές αναπαραγωγής εικόνας ήταν χειρωνακτικές. Οι προσπάθειες των χαρακτών την εποχή εκείνη να επιταχυνθεί η παραγωγή εκτυπωτικών πλακών με μηχανικά ή χημικά μέσα, που μέχρι τότε γινόταν χειρωνακτικά, ευοδώθηκαν μόνον όταν η φωτογραφία τελειοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η εκτύπωση φωτογραφιών στα έντυπα, αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός για την εξάπλωση της φωτογραφίας στα μαζικά μέσα ενημέρωσης, και γίνεται για πρώτη φορά το Μάρτιο του 1880, όταν η εφημερίδα New York Daily Graphic παρουσιάζει μια εκτυπωμένη φωτογραφία. Αν και η εφεύρεση της φωτογραφίας έγινε το 1826 (επίσημη αναγνώριση από την Γαλλική Ακαδημία Επιστημών 19η Αυγούστου 1839), η πρώτη εκτύπωση φωτογραφίας αναφέρεται το 1880, και γίνεται πρακτική μετά το 1890 με την εφεύρεση του γυάλινου ράστερ. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων, πριν δηλ. γίνει δυνατή η εκτύπωση φωτογραφιών, οι καλλιτέχνες‐χαράκτες με πρότυπο τις φωτογραφίες (δαγεροτυπίες) χάρασσαν εκτυπωτικές πλάκες (κλισέ) για να εκτυπώσουν τις φωτογραφίες.
Η τεχνική των χαράξεων με τις διασταυρούμενες γραμμές και η επιτυχής απόδοση των τονικών διαβαθμίσεων με κουκκίδες ήταν το αναγκαίο υπόβαθρο για την άρρηκτη συνέχεια της εξέλιξης (νέα τεχνολογία με παλιά υλικά) και την εφεύρεση της οθόνης των διασταυρούμενων γραμμών (ράστερ). Η εφεύρεση της οθόνης του ράστερ που ταίριαξε απόλυτα με την φωτογραφική διαδικασία δημιούργησε τις προϋποθέσεις της βιομηχανοποίησης της διαδικασίας αναπαραγωγής της εικόνας και την απαγκίστρωσή της από την χειρωνακτική εργασία των χαρακτών.
Η ραστεροποίηση είναι απαραίτητη για τη μετατροπή συνεχών τόνων της εικόνας σε ημιτονική, επειδή οι περισσότερες τεχνολογίες εκτύπωσης λειτουργούν σε ένα δυαδικό σύστημα και μπορούν επομένως να εκτελέσουν μόνο τη μια από τις δύο ενέργειες, να μεταφέρουν το μελάνι (σε ένα ομοιόμορφα διανεμημένο στρώμα) ή να μην μεταφέρουν καθόλου μελάνι. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα οι εταιρίες γραφικών τεχνών έφτιαξαν οθόνες ράστερ, για την αναπαραγωγή εικόνων, με υφές ανάλογες με αυτές των τεχνικών ξυλογραφίας, χαλκογραφίας και λιθογραφίας.
Γ’ περίοδος: ηλεκτρονικές τεχνικές αναπαραγωγής εικόνας
Στα μέσα του 20ου αιώνα παράλληλα με τις φωτογραφικές μεθόδους αναπτύσσεται και η ηλεκτρονική αναπαραγωγή εικόνας, που άρχισε με τον κλισεογράφο και συνεχίστηκε με τον χρωμογράφο. Η αρχή της ηλεκτρονικής σάρωσης (scanning) της πρότυπης εικόνας αρχίζει σιγά – σιγά να επικρατεί στη βιομηχανία αντί των φωτογραφικών μηχανών αναπαραγωγής, όμως η διαδικασία ραστεροποίησης των πρώτων scanners χρησιμοποιεί επίσης το συμβατικό ράστερ επαφής.
Δ’ περίοδος: ψηφιακές τεχνικές αναπαραγωγής εικόνας
Η εξέλιξη των ψηφιακών scanners δημιούργησε τις προϋποθέσεις ψηφιακής αποθήκευσης και αναπαραγωγής της εικόνας με ηλεκτρονική ραστεροποίηση μέσω RIP (Raster Image Prossecor) αντί του ράστερ επαφής. Με τη διαδικασία ψηφιοποίησης εκτός από το συμβατικό ράστερ δημιουργήθηκε και μια νέα μορφή ραστεροποίησης η λεγόμενη FM (Frequency Modulation) ραστεροποίηση ή Stochastic screening, η οποία χρησιμοποιεί κουκκίδες ίδιου μεγέθους που ποικίλουν στην απόσταση προσομοιάζοντας την τεχνική της χαλκογραφίας με στιγμές.
KAINOTOMIEΣ ΣΤHN TYΠOΓPAΦIA
H εφεύρεση της τυπογραφίας δεν σηματοδότησε κάποια βίαιη αποκοπή από την χειρόγραφη επικοινωνία, δεν ήταν μια κενή στιγμή που διέλυσε ένα παλιό σύστημα για να το αντικαταστήσει πλήρως με ένα άλλο μοντέλο επικοινωνίας. Η τυπογραφία δεν δημιούργησε το βιβλίο – το άλλαξε ή το επαναπροσδιόρισε. Το βιβλίο παρουσιάστηκε στη μορφή, γνωστή ως κώδικας, που ήταν ήδη σε χρήση για τουλάχιστον μια χιλιετία πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Είναι γνωστό, ότι τα αρχέτυπα βιβλία μιμήθηκαν τα μεσαιωνικά χειρόγραφα. Μιμήθηκαν τη βασική μορφή τους (το στενόμακρο ορθογώνιο σχήμα τους). Μιμήθηκαν τον γραφικό χαρακτήρα τους, ο οποίος οδήγησε στα πρώτα τυπογραφικά στοιχεία, με τους πολυάριθμους δεσμούς και τις συντμήσεις. Ο στόχος των πρώτων τυπογράφων ήταν αναμφισβήτητα, να ληφθεί ως πρότυπο το χειρόγραφο βιβλίο ώστε να μοιάσει σ’ αυτό, όσο το δυνατόν περισσότερο, το έντυπο βιβλίο. Η διατήρηση πολλών στοιχείων του χειρόγραφου κώδικα (συντομογραφίες, εικονογράφηση, σχήμα, κ.λπ.) δείχνει τη συνέχεια. Η πρώιμη εποχή της έντυπης επικοινωνίας (1455‐1890), κατά την οποία οι τεχνικές καινοτομίες είναι ελάχιστες, δεν πρέπει να εξετάζεται ως νεκρός χρόνος, αλλά ως χρόνος αργών συσσωρεύσεων, προοδευτικής διεύρυνσης των αναγκών και των πρακτικών που σχετίζονται με την επικοινωνία, δημιουργώντας έτσι νέες δυνατότητες, που καταλήγουν στη «δεύτερη επανάσταση της έντυπης επικοινωνίας». Η εποχή του Διαφωτισμού, που άρχισε το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, εισήγαγε πολλές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση. Δεδομένου ότι η επιθυμία για πληροφορίες και πρόσβαση στα σημαντικά αναγνώσματα αυξήθηκαν, αυξήθηκε ταυτόχρονα και ο αριθμός εκείνων που ήταν ικανοί να διαβάσουν. Η εκβιομηχάνιση και η εμφάνιση του εντύπου μαζικής κυκλοφορίας (1890 ‐1980) παραπέμπει σε μια σειρά από σύνθετους και αλληλένδετους παράγοντες που δημιούργησαν τις ανάγκες για την πραγματοποίησή του. Ήταν ουσιαστικό για τη βιομηχανία της εκτύπωσης να ενισχύσει την παραγωγή.
Χρονική διάσταση των περιόδων της έντυπης επικοινωνίας
Η Α΄ περίοδος ‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐400 χρόνια
Η Β΄ περίοδος ‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐100 χρόνια
Η Γ΄ περίοδος ‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐ 30 χρόνια
Για να γίνεται κατανοητή η χρονική διάσταση μεταξύ των σταθμών αυτών της επικοινωνίας πρέπει να συνδυάζεται με ευρύτερες μεταβολές, οι οποίες επιδρούν ώστε να υπάρξουν καινοτομίες που δημιουργούν τις καθοριστικές αλλαγές και τη μετάβαση από ένα σύστημα σε ένα άλλο (π.χ. εφεύρεση τυπογραφίας – πρόοδο των δραστηριοτήτων στη μεταλλουργία, κυλινδικές μηχανές – εφεύρεση των εργαλειομηχανών και την ατμοκίνηση). Οι χρονολογήσεις δείχνουν ότι ο χρόνος των μεταβολών είναι όλο και μικρότερος, διότι τα τεχνικά και οικονομικά μέσα αυξάνονται σταδιακά, γεγονός που εξασφαλίζει τη βαθμιαία επιτάχυνση της διαδικασίας. Η επιτάχυνση των διαδικασιών μεταβολής (1890 – 1980), (1980 ‐ ) είναι αποτέλεσμα του σωρευτικού χαρακτήρα της τεχνολογίας: οι καινοτομίες γίνονται όλο και συχνότερες και η εφαρμογή και διάδοσή τους πραγματοποιούνται ταχύτερα και ευρύτερα
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η τεχνική πρόοδος καθορίζεται από ποικίλους παράγοντες οι οποίοι επιδρούν ταυτόχρονα, αρκεί οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες να μην είναι δυσμενείς. Πολλές τεχνικές που είχαν εφευρεθεί πολύ ενωρίτερα δεν εφαρμόστηκαν παρά μόνον όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν. παρά μόνον όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν. Το ερώτημα, γιατί η ιδέα της δημιουργίας τυπογραφικών στοιχείων δεν εμφανίστηκε στους ιδιαίτερα καλλιεργημένους Έλληνες (προγόνους μας), οι οποίοι είχαν εξοικειωθεί με την αρχή της κοπής του νομίσματος δηλαδή τη χρήση της μήτρας και του πατρότυπου, θα πρέπει να βρίσκεται προφανώς, στην έλλειψη κινήτρου – της απουσίας μεγάλων ομάδων πρόθυμων για επικοινωνία και της μη ύπαρξης υλικών εκτύπωσης (περγαμηνή, χαρτί) που να διευκολύνουν την ικανοποίηση τέτοιων απαιτήσεων. Η εμφάνιση της τυπογραφίας στην Ευρώπη, τον 15ο αιώνα, ήταν αποτέλεσμα της εποχής εκείνης και των συνθηκών της. Τα πρώτα τυπογραφεία εγκαταστάθηκαν εκεί όπου το πολιτισμικό περιβάλλον ήταν ευνοϊκό και έπρεπε να ικανοποιηθεί μια κοινωνική απαίτηση για πρόσβαση στη μάθηση και στα βιβλία. Οι μεγαλειώδεις ανακαλύψεις του ανθρώπινου νου δεν πραγματοποιήθηκαν εκ του μηδενός, a «tabula rasa». H τεχνολογική γνώση είναι ενσωματωμένη σε κάθε ανθρώπινο τεχνούργημα με τρόπο σωρευτικό: κάθε καινούργια τεχνολογική επινόηση στηρίζεται στα προηγούμενα επιτεύγματα της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως αυτά μαρτυρούνται από την εποχή που ο άνθρωπος αισθάνθηκε την ανάγκη να εκφραστεί με εικόνες, με ήχους ή με κινήσεις. Από την προϊστορική εποχή μέχρι σήμερα υπήρξαν ανθρώπινα τεχνουργήματα που επινοήθηκαν έχοντας ενσωματώσει προηγούμενα επιτεύγματα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αξίζει να σημειωθούν μερικά από αυτά:
- οι πρώτες μορφές γραφής αποτελούνταν από γραφικά σύμβολα ‐ απλουστευμένες εικόνες ανθρώπων, ζώων και αντικειμένων – που ονομάζονται εικονογράμματα, τα οποία ήταν βασικό στοιχείο κλειδί όλων των γραφών. Σήμερα παρατηρούμε να διευρύνεται η χρήση των εικονογραμμάτων, ως εικόνες σήμανσης γιατί μπορούν εύκολα να επικοινωνήσουν ανεξάρτητα από γλωσσικές διαφορές.
- η σημερινή διευθέτηση στους κειμενογράφους των ηλεκτρονικών υπολογιστών, με το «ξετύλιγμα» του κειμένου, δεν διαφέρει από την ανάγνωση των παπύρων σε μορφή ειληταρίου (κυλίνδρου),
- η ιδέα της κατανομής των τυπογραφικών στοιχείων στην τυπογραφική κάσα δεν διαφέρει επίσης από την διευθέτηση των γραμμάτων στο πληκτρολόγιο, ούτε βεβαίως,
- ο τυπογραφικός σχεδιασμός της σελίδας ενός εντύπου από τον σχεδιασμό μιας σελίδας στο διαδίκτυο (γραμματοσειρές, χρώμα, εικόνες).
H σπουδαιότητα της ιστορικής γνώσης δείχνει τους στενούς δεσμούς που υπήρχαν ανέκαθεν ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα υλικά, τις διάφορες τεχνικές και την Τέχνη και μας επιτρέπει να κατανοήσουμε με ποιόν τρόπο, για να επαναλάβουμε μια φράση του Bernard Lepetit, κάθε ανθρώπινη κοινωνία «φτιάχνει καινούργια πράγματα με παλιά υλικά».